
Ο ασβεστόλιθος του λόφου στον οποίο βρίσκονται τα σπήλαια είναι ηλικίας 400 εκατ. ετών. Στην αρχαιότητα φαίνεται ότι στις εσοχές του έβρισκαν καταφύγιο μέλη της προ-μαλαισιανής φυλής Τεμουάν. Αυτοί είναι οι πρώτοι κάτοικοι της χερσονήσου. Στη νεότερη ιστορία, τα σπήλαια ανακαλύφθηκαν από τους κινέζους κατακτητές στα μέσα του 19ου αιώνα, οι οποίοι έξυναν τα περιττώματα πουλιών και νυχτερίδων από τον ασβεστόλιθο για να τα χρησιμοποιήσουν ως λίπασμα. Διεθνώς η τοποθεσία έγινε γνωστή το 1878 όταν εντοπίστηκε από τις αποικιοκρατικές Βρετανικές Αρχές και όταν την επισκέφθηκε ο αμερικανός φυσιοδίφης Γουίλιαμ Χόρναντεϊ ο οποίος έγραψε σχετική έκθεση.
Θρησκευτικό χώρο κατέστησε τα σπήλαια το 1890 ο ινδός έμπορος Ταμπουσαμί Πιλάι. Τον ενέπνευσε η μεγαλοπρεπής φυσική είσοδος του κεντρικού σπηλαίου, του λεγόμενου σήμερα Ναού. Την ίδια χρονιά ο Πιλάι είχε ιδρύσει και έναν ακόμη ναό αφιερωμένο στον Σρι Μαχαμαριαμάν στην Κουάλα Λουμπούρ. Το πρώτο πανηγύρι Ταϊπουσάμ−που γιορτάζει τις αξίες της πίστης, της αντοχής και της μετάνοιας− οργανώθηκε στο Μπατού το 1892 και έκτοτε κάθε χρόνο πραγματοποιείται ανελλιπώς τέλη Ιανουαρίου με αρχές Φεβρουαρίου.
Ο λόφος καθώς και τα ίδια τα σπήλαια αποτελούν μνημείο φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO. Η περιοχή μέσα και έξω από τους ναούς τροφοδοτεί ένα εντυπωσιακό οικοσύστημα το οποίο μελετάται διαρκώς από τους φυσιοδίφες. Επίσης ο ασβεστολιθικός λόφος αποτελεί εξαιρετικά δημοφιλή τοποθεσία αναρρίχησης.