Έτσι, οι μαύροι χόρευαν τα φολκλορικά τους αφρικάνικα θέματα μέσα στους δρόμους, ενώ οι λευκοί τραγουδούσαν και χόρευαν πόλκα και άλλα ευρωπαϊκά τραγούδια και χορούς. Στις 03 Ιουλίου του 1869, η φημισμένη Μουσική των Πυροσβεστών της Nanterre, που παιζόταν σ’ένα μεγάλο θέατρο του Ρίο Ντε Τζανέιρο με την ονομασία “Ze Pereira” γκρέμισε τους φραγμούς των φυλετικών διακρίσεων κι άρχισε να τραγουδιέται σ΄ ολόκληρη την πόλη.
Ήταν αυτό που χρειαζόταν ο κόσμος για να διασκεδάσει και να χορέψει τις ημέρες του καρναβαλιού. Από το 1870 οι μαύροι και κατόπιν οι λευκοί πήραν τη συνήθεια να παρελαύνουν στο καρναβάλι όπως στις εκκλησιαστικές λειτουργίες. Ήταν τα λεγόμενα Ράντσος Καρναβαλέσκος.
Το 1899 ο Κικίνια Γκονζάγκα είχε την ιδέα να γράψει μουσική μόνο για το Καρναβάλι. Παρ΄ όλα αυτά, μέχρι το 1916 μαύροι και λευκοί διασκέδαζαν χωριστά. Ήταν η εποχή που το Ρίο είχε τρία καρναβάλια. Οι φτωχοί, ως επί το πλείστον μαύροι, χόρευαν και διασκέδαζαν σε μια μεγάλη πλατεία του Ρίο, η μεσαία τάξη στη λεωφόρο Ρίο Μπράνκο και οι πλούσιοι σε ιδιωτικά κέντρα. Το 1930 ιδρύονται οι πρώτες σχολές σάμπα που συμμετέχουν στο καρναβάλι και από το 1933 αρχίζουν να διοργανώνονται διαγωνισμοί για την καλύτερη σχολή της παρέλασης. Η συνήθεια αυτή διατηρείται μέχρι και σήμερα.
Το καρναβάλι αρχίζει τέλη Φεβρουαρίου και τελειώνει αρχές Μαρτίου. Επί τα τέσσερα μερόνυχτα οι Καριόκας γλεντούν, χορεύοντας στους δρόμους του Ρίο χωρίς σταματημό.
Κάθε χρόνο, οι μεγάλες παρελάσεις γίνονται στον ίδιο δρόμο και ο κόσμος που τις ακολουθεί συμπληρώνει το σκηνικό της καρναβαλίστικης τρέλας..